ζάλευκος

ζάλευκος
(7ος αι. π.Χ.). Νομοθέτης των Επιζεφυρίων Λοκρών της Κάτω Ιταλίας. Σύμφωνα με την παράδοση, συνδέεται με τον Πυθαγόρα, τον Λυκούργο και τον Χαρώνδα. Άλλοι θεωρούν ότι ήταν ο συγγραφέας της παλαιότερης γραπτής ελληνικής νομοθεσίας, η οποία ανάγεται στον 7ο αι. π.Χ. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Ζ. ήταν μυθολογική μορφή και, ειδικότερα, ηλιακή θεότητα που εξανθρωπίστηκε. Πολύ λίγα είναι γνωστά για τους νόμους του, οι οποίοι ήταν πολύ αυστηροί. Για παράδειγμα, θέσπιζαν την ανταπόδοση των ίσων και αναφέρονταν στη μοιχεία, στην πολυτέλεια των γυναικών και στις πολιτικές έριδες. Αξιοπερίεργος ήταν ο νόμος που όριζε ότι καθένας που θα πρότεινε την κατάργηση ή την τροποποίηση ενός οποιουδήποτε νόμου θα παρουσιαζόταν στη συνέλευση με μια θηλιά στον λαιμό, με την οποία θα θανατωνόταν, αν η πρότασή του δεν γινόταν τελικά δεκτή από το ακροατήριο.
* * *
ζάλευκος, -ον (Α)
πολύ λευκός, κατάλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα-* + λευκός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ζάλευκος — very white masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάλευκος — very white masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάλευκον — ζάλευκος very white masc/fem acc sg ζάλευκος very white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζαλεύκου — Ζάλευκος very white masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαλεύκου — ζάλευκος very white masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζαλεύκῳ — Ζάλευκος very white masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαλεύκῳ — ζάλευκος very white masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζάλευκοι — Ζάλευκος very white masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάλευκοι — ζάλευκος very white masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζάλευκον — Ζάλευκος very white masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”